μιτάρι

μιτάρι
το
-ιού, εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο μετακινούνται τα οριζόντια σταθερά νήματα, το στημόνι, για να περνά η σαΐτα με το υφάδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μιτάρι — το (ΑΜ μιτάριον, Μ και μιτάριν) [μίτος] εξάρτημα τού αργαλειού με το οποίο μετακινούνται τα νήματα τού στημονιου, για να σχηματιστεί δίοδος από όπου περνά η σαΐτα …   Dictionary of Greek

  • μιταρώνω — [μιτάρι] περνώ τα νήματα τού αργαλειού στα μιτάρια …   Dictionary of Greek

  • μιταριά — η [μιτάρι] το μιτάρι …   Dictionary of Greek

  • καίρος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • μιτάρια — τα βλ. μιτάρι …   Dictionary of Greek

  • μιταρόβεργα — η εξάρτημα τού αργαλειού σε σχήμα βέργας πάνω στην οποία τυλίγεται το στημόνι για να μπορεί κατόπιν εύκολα να τυλιχθεί στο αντί, αλλ. μιτωτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιτάρι + βέργα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”